- Δαιδαλειος
- Δαιδάλειος3дедалов
(ἀγάλματα Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀγάλματα Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δαιδάλειος — α, ο (Α δαιδάλειος, α, ον) [Δαίδαλος] 1. αυτός που ανήκει, αρμόζει ή αναφέρεται στον Δαίδαλο νεοελλ. 1. δαιδαλώδης, λαβυρινθώδης 2. το ουδ. ως ουσ. συσκευή που επινοήθηκε από τον Δαίδαλο και με την οποία πετυχαίνονταν οπτικές απάτες όμοιες με… … Dictionary of Greek